προέηκα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
French (Bailly abrégé)
ao. épq. de προίημι.
English (Autenrieth)
see προΐημι.
Greek Monotonic
προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.