ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
ao. itér. épq. de στρέφω.
see στρέφω.
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.