λόχμα
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (Slater)
λόχμα
1 thicket λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.40) λόχμαισι δὲ δοκεύσαις ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε (O. 10.30) κεῖτο γὰρ ἐν λόχμᾳ (P. 4.244)