πεντάεθλος
English (LSJ)
ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.
ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q. v.).
πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.