πεντάεθλος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάεθλος Medium diacritics: πεντάεθλος Low diacritics: πεντάεθλος Capitals: ΠΕΝΤΑΕΘΛΟΣ
Transliteration A: pentáethlos Transliteration B: pentaethlos Transliteration C: pentaethlos Beta Code: penta/eqlos

English (LSJ)

πεντάεθλον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q.v.).

French (Bailly abrégé)

v. πένταθλος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.

English (Slater)

πεντᾰεθλος competitor in the pentathlon εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. πένταθλος.

Greek Monotonic

πεντάεθλος: -άεθλον, ποιητ. και Ιων. αντί πένταθλος, -ον.

German (Pape)

ὁ, poet. und ion. statt πένταθλος.