πένταθλος
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
Lyr. and Ion. πεντάεθλος, ὁ,
A one who practises the pentathlon (πένταθλον) or conquers therein, B.8.27, Arist. Rh.1361b10, Plu.2.737f; πένταθλος ἀνήρ Hdt.9.75, IG42(1).99.19 (Epid.).
II metaph., of one who tries everything, Pl.Amat.138e; ἐν φιλοσοφίᾳ π. versed in every department of philosophy, D.L.9.37; in depreciation, 'jack of all trades', X.HG4.7.5.
German (Pape)
[Seite 556] ὁ, ion. πεντάεθλος, der den Fünfkampf, πένταθλον, Treibende od. Übende, πεντάεθλος ἀνήρ, Her. 9, 75; πένταθλον αὐτὸν δεῖ εἶναι καὶ ὕπακρον, Plat. Riv. 138 d; übertr. sagt Xen. Hell. 4, 7, 5 ὥσπερ πένταθλος, πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο, mit Hindeutung darauf, daß der das Pentathlon Übende zwar alle fünf Kampfspiele treibt und in der Gesammtheit den Sieg davonträgt, aber im Einzelkampf denen, die nur diese eine Kampfart treiben, nachsteht; vgl. Plut. Symp. 9, 2, 2 u. D. L. 9, 37.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui se livre aux exercices du pentathle ; vainqueur au pentathle;
2 p. ext. qui s'exerce ou se distingue dans tous les genres à la fois ; en mauv. part qui veut exceller en tout.
Étymologie: πέντε, ἆθλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πένταθλος -ου, ὁ, Ion. πεντάεθλος [πεντα-, ἆθλον] vijfkamper; overdr. alleskunner.
Russian (Dvoretsky)
πέντᾱθλος: ион. πεντάεθλος ὁ
1 искусный в пятиборье (ἀνήρ Her.);
2 перен. всезнающий, всесторонний (ἐν φιλοσοφίᾳ Diog. L.).
Greek Monotonic
πένταθλος: Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο πένταθλον και νικά σε αυτό, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πένταθλος: Ἰων. πεντάεθλος, ὁ, ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν πένταθλον ἀγωνιζόμενος, ἢ ὁ νικῶν ἐν τούτῳ τῷ ἀγῶνι, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 11, Πλούτ. 2. 738Α· π ... παῖς Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 34· π. ἀνὴρ Ἡρόδ. 9. 75. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα ἐπιχειροῦντος, Πλάτ. Ἀντεραστ. 138D· ἐν φιλοσοφίᾳ πένταθλος, ἠσκημένος εἰς πᾶν εἶδος φιλοσοφίας, Διογ. Λ. 9. 37· ― ὡσαύτως περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα πειρωμένου, Ξεν., Ἑλλ. 4. 7. 5.
Middle Liddell
πέντ-αθλος, Ionic -άεθλος, ὁ,
one who practises the πένταθλον or conquers therein, Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.