Συρακόσιος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.
English (Slater)
Σῠρᾱκόσιος
1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)
English (Slater)
Σῠρᾱκόσιος
1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)