πολίοχος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
A v. πολιοῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
πολίοχος: ἴδε ἐν λ. πολιοῦχος.
English (Slater)
πολῐοχος, -ον (cf. πολιάοχος)
1 protecting the city π]ολίοχον Γλαυκ[ώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.