Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ῥόθῐα (τά) 1 breakers met. ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)