δυσφρόνα

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

English (Slater)

δυσφρόνα :
   1 anxiety cf. West on Hes., Theogony, 102. τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει (Snell: αφροσυν[ Π., δυσφροσύναν, -υνᾶν codd.: παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf: ἀφροσύνας Bowra e Σ: ἀφροσυνᾶν e Σ Mommsen, van Leeuwen) (O. 2.52) ]