θαμινά
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
French (Bailly abrégé)
adv.
fréquemment.
Étymologie: pl. neutre adv. de θαμινός.
English (Slater)
θᾰμῐνᾰ
1 often ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (O. 1.53) χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων (N. 3.44) Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι (Pae. 6.16)
Russian (Dvoretsky)
θᾰμῐνά: adv. часто (ἄκοντα πάλλειν Pind.): εἴσιθι θ. Xen. приходи почаще.