εὐρυλείμων

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, gen. ωνος,

   A with broad meadows, Λιβύα Pi.P.9.55.

German (Pape)

[Seite 1095] ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυλείμων: -ον, ἔχων εὐρεῖς λειμῶνας, Λιβύα Πινδ. Π. 9. 95.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux vastes prairies.
Étymologie: εὐρύς, λειμών.

English (Slater)

εὐρῠλείμων
   1 with broad meadows “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55)

Greek Monolingual

εὐρυλείμων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + λειμών.