Τυνδαρίδας

From LSJ
Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

English (Slater)

Τυνδᾰρῐδας (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) one of the Dioskouroi, whose chief shrine was at Therapnai. ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, who is son of Zeus, v. 80) (N. 10.73) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (Kastor) 1. 1. 31. pl.
   1 Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ (O. 3.1) κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) (P. 1.66) Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις (N. 10.38) ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) (Pae. 18.1) v. *fr. 140c*, (P. 4.171) —2.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδᾰρίδᾱς: ου (ῐ) ὁ дор. = Τυνδαρίδης.