Ὀλυμπόθεν
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (Slater)
Ὀλυμπόθεν from Olympos Οὐλυμπόθεν μαινάδ' ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν (byz.: Ὀλυμπ- codd.) (P. 4.214) [Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (supp. Lobel) Δ. 4. 37.