ἀγάμητος

From LSJ
Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 8] ὁ, ἡ, Soph. frg. bei B. A. 336, und Komiker nach Poll. 3, 47, = ἄγαμος, unverheirathet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάμητος: -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-τύπος ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
no casado, Com.Adesp.770.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάμητος: Soph. = ἄγαμος.