αἰνογένειος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον,
A with dreadful jaws, Call. Del.92.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνογένειος: -ον, ἔχων φοβερὰς σιαγόνας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 92.
Spanish (DGE)
-ον de terribles mandíbulas θηρίον Call.Del.92.