αὐταρχία
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek (Liddell-Scott)
αὐταρχία: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, μοναρχία, Δίων Κ. 45. 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ poder absoluto D.C.53.4.3, 54.12.2, Lyd.Mag.1.4.
German (Pape)
ἡ, Selbstherrschaft, D.Cass.
αὐταρχία: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, μοναρχία, Δίων Κ. 45. 1.
-ας, ἡ poder absoluto D.C.53.4.3, 54.12.2, Lyd.Mag.1.4.
ἡ, Selbstherrschaft, D.Cass.