βυρσότονος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A with skin stretched over it, β. κύκλωμα, = τύμπανον, E.Ba.124 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βυρσότονος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἐκτεταμένον ἢ τεντωμένον ἐπάνω του, β. κύκλωμα = τύμπανον Εὐρ. Βάκχ. 124.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): βυρσά- Hsch.
tenso de piel κύκλωμα dicho del timbal E.Ba.124, cf. β.· τύμπανον Hsch.

Greek Monolingual

βυρσότονος, -ον (Α)
1. ο βυρσοτενής
2. φρ. «βυρσότονον κύκλωμα» — το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τονος < τείνω.