κύκλωμα

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύκλωμα Medium diacritics: κύκλωμα Low diacritics: κύκλωμα Capitals: ΚΥΚΛΩΜΑ
Transliteration A: kýklōma Transliteration B: kyklōma Transliteration C: kykloma Beta Code: ku/klwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is rounded into a circle:
1 wheel, κ. Ἰξίονος E.Ph. [1185].
2 βυρσότονον κ. drum, Id.Ba.124 (lyr.).
3 coil of a serpent, D.S.3.36.
4 of natural objects, αἰθέριον κ., of the sun, Secund.Sent.5; κόσμος ἀπλανὲς κ. ib.1.

German (Pape)

[Seite 1527] τό, das Rundgedrehte, Herumgedrehte, der Kreis; Ἰξίονος, das Herumdrehen des Ixion auf dem Rade, Eur. Phoen. 1201; σώματος, die Ringe, die Windungen des Schlangenleibes, D. Sic. 3, 35. – Βυρσότονον κύκλ., die Pauke, Eur. Bacch. 144.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύκλωμα -τος, τό [κυκλόω] rad, wiel:. κύκλωμ’ Ἰξίονος rad van Ixion Eur. Phoen. 1185; βυρσότονον κύκλωμα met leer bespannen ring (d.w.z. tamboerijn) Eur. Ba. 124.

Russian (Dvoretsky)

κύκλωμα: ατος τό
1 колесо (Ἰξίονος Eur.);
2 круг: βυρσότονον κ. Eur. бубен или барабан;
3 (об извивающейся змее), кольцо, извив, (σώματος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κύκλωμα: τό, τὸ εἰς κύκλον ἀπεστρογγυλωμένον. 1) τροχός, Εὐρ. Φοίν. 1185. 2) βυρσότονον κ., τύμπανον, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 124. 3) ἡ σπεῖρα ὄφεως, Διόδ. 3. 36.

Spanish

círculo

Greek Monolingual

το (AM κύκλωμα) [[[κυκλώ]] (II)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, περικύκλωση
νεοελλ.
1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς
2. φρ. α) φυσ. «ηλεκτρικό κύκλωμα» — η διαδρομή που αντιστοιχεί στη διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος και η οποία περιλαμβάνει την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας και τους αγωγούς που τή συνδέουν με τις διατάξεις κατανάλωσης του ρεύματος
β) φυσ. «βραχύ κύκλωμα» — το βραχυκύκλωμα
γ) κυβερν. «κύκλωμα ελέγχου» — κύκλωμα που ελέγχει τη λειτουργία, διακοπή ή αποκατάσταση ενός άλλου κυκλώματος ή συστήματος μηχανών
δ) φυσ. «μαγνητικό κύκλωμα» — η κλειστή διαδρομή στην οποία περιορίζεται ένα μαγνητικό πεδίο αντιπροσωπευόμενο από ένα σύνολο δυναμικών γραμμών, δηλαδή από συγκεκριμένη μαγνητική ροή
ε) (ηλεκτρον.) «ολοκληρωμένο κύκλωμα» — συνδυασμός διασυνδεδεμένων ηλεκτρονικών συστατικών, όπως, λ.χ., τρανζίστορ, αντιστάσεων, διόδων, πυκνωτών, τα οποία έχουν κατασκευαστεί πάνω στο ίδιο μονοκρυσταλλικό υλικό, το υπόστρωμα, με συγκεκριμένα στάδια κατασκευής που δημιουργούν έναν μεγάλο αριθμό συσκευών ταυτόχρονα
στ) τηλεπ. «τηλεγραφικό κύκλωμα» — μόνιμη ζεύξη μεταξύ δύο τηλεγραφικών κέντρων χωρίς να παρεμβάλλεται ενδιάμεσος μεταλλάκτης
ζ) τηλεπ. «τηλεφωνικό κύκλωμα» — το σύνολο τών μέσων που απαιτούνται για την αποκατάσταση μιας απευθείας τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ δύο τηλεφωνικών κέντρων και, κατ' επέκτασιν, δύο τηλεφωνικών συσκευών
η) (ηλεκτρον.) «τυπωμένο κύκλωμα» — ηλεκτρικό κύκλωμα που κατασκευάζεται με τεχνική κατά την οποία «τυπώνεται», δηλαδή αποτίθεται, ένα αγώγιμο στρώμα σε επίπεδη μονωτική βάση
θ) (ηλεκτρον.) «ψηφιακό κύκλωμα» — ηλεκτρονικό κύκλωμα στο οποίο ένας ημιαγωγός που λειτουργεί ως διακόπτης μπορεί να διακόψει ή να επαναλάβει τη λειτουργία του σε μηδενικό χρόνο
μσν.-αρχ.
1. κυκλικό σχήμα
2. καθετί που έχει το σχήμα κύκλου, κυρίως ο τροχός, η ρόδα («ὡς κύκλωμ' Ἰξίωνος», Ευρ.
αρχ.
1. σπείρα φιδιού, κουλούριασμα φιδιού
2. ουράνιο σώμα
3. τύμπανοβυρσότονον κύκλωμα», Ευρ.).

Greek Monotonic

κύκλωμα: -ατος, τό, αυτό που είναι στρογγυλευμένο σε κύκλο, τροχός, σε Ευρ.· βυρσότονον κύκλωμα, τεντωμένος κύκλος, δηλ. τύμπανο, στον ίδ.

English (Woodhouse)

anything of circular shape

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό círculo zona cercana al mundo de los dioses καὶ τοῦ δίσκου ἀνυγέντος ὄψῃ ἄπυρον κ. y cuando el disco solar se abra verás un círculo sin fuego P IV 584