γνωμιδιώκτης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 498] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.
Spanish (DGE)
(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης que anda a la caza de máximas sentenciosas Cratin.342.
Greek Monolingual
γνωμιδιώκτης, ο (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία].