ἐξαραίωσις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, das Dünnmachen, Aret.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fisiol. rarefacción, disminución de la densidad de la sangre ἡ δὲ ἐ. ἀρραγὴς μέν Aret.SA 2.2.9, τοῦ ὑγροῦ Adam.Vent.32.
Greek Monolingual
ἐξαραίωσις, η (Α) εξαραιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαραιώ.