ἀνειλίσσω

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ἀνελίσσω.

German (Pape)

[Seite 220] = ἀνελίσσω, Nic. Al. 608; steht jetzt auch Plat. Phileb. 15 e; ἐσχαρίτας ἀνειλίττοντα Antid. com. Ath. III, 109 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειλίσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀνελίσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ττω v. ἀνελίσσω.

Greek Monolingual

ἀνειλίσσω (Α)
ανελίσσω, ξετυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλίσσω, ιων. τ. του ελίσσω «στρέφω»].