ἀνδριαντοεργάτης
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
English (LSJ)
ον, ὁ,
A = ἀνδριαντοποιός, Tz. H.10.268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοεργάτης: -ου, ὁ = ἀνδριαντοποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 268.