δευσοποιία
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ἡ,
A dyeing, Poll.1.49.
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιία: ἡ, τὸ βάπτειν, βάψιμον, ἡ βαφικὴ τέχνη, Πολυδ. Α΄, 49.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ tinte Poll.1.49.
Greek Monolingual
η (Α δευσοποιΐα)
η βαφική.