ἔνσχιστος

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ον,

   A split, cleft, Thphr.CP5.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.

Spanish (DGE)

-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.

Greek Monolingual

ἔνσχιστος, -ον (Α) σχιστός
σχισμένος στο εσωτερικό.