ἀλεκτορίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἀλέκτωρ,
A cockerel, Babr.5.1, Aesop.341.12: as ornament, ἀ. χαλκοῦς Roussel Cultes Egyptiens 230 (Delos).
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, Hähnlein, Babr. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀλέκτωρ, «πετεινάρι», Βαβρ. 5. 1., 97, 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pollo, pollito ἀλεκτορίσκων ἦν μάχη Ταναγραίων Babr.5.1
•como ofrenda votiva ἀ. χαλκοῦς ID 1434.20, 1442A.46 (II a.C.).
Greek Monolingual
ἀλεκτορίσκος, ο (Α)
κοκοράκι, πετεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. (ἀλέκτωρ, -ορος].