ἀλεκτορίσκος

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτορίσκος Medium diacritics: ἀλεκτορίσκος Low diacritics: αλεκτορίσκος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: alektorískos Transliteration B: alektoriskos Transliteration C: alektoriskos Beta Code: a)lektori/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἀλέκτωρ, cockerel, Babr.5.1, Aesop.341.12: as ornament, ἀ. χαλκοῦς Roussel Cultes Egyptiens 230 (Delos).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pollo, pollito ἀλεκτορίσκων ἦν μάχη Ταναγραίων Babr.5.1
como ofrenda votiva ἀ. χαλκοῦς ID 1434.20, 1442A.46 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 92] ὁ, Hähnlein, Babr. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτορίσκος: (ᾰ) ὁ петушок Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀλέκτωρ, «πετεινάρι», Βαβρ. 5. 1., 97, 9.

Greek Monolingual

ἀλεκτορίσκος, ο (Α)
κοκοράκι, πετεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. (ἀλέκτωρ, -ορος].

Greek Monotonic

ἀλεκτορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀλέκτωρ, πετεινάρι, σε Βάβρ.

Middle Liddell

[Dim. of ἀλέκτωρ,]
a cockerel, Babr.