ἀμπελουργεῖον

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.

German (Pape)

[Seite 129] v. l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀμπελών.

Spanish (DGE)

-ου, τό viña Sud.s.u. ἀμπέλειος.

Greek Monolingual

ἀμπελουργεῑον, το (Α) ἀμπελουργός
αμπελώνας.