ἀνέαστος

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, of land,

   A unploughed, Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέαστος: -ον, (νεάω) ἐπὶ γῆς, ἡ μὴ ἀροθεῖσα, ἀγεώργητος,

Spanish (DGE)

-ον no arado (para dejar en barbecho) de la tierra, Str.11.4.3.

Greek Monolingual

ἀνέαστος, -ον (Α)
λέγεται για γη που δεν οργώθηκε, που έμεινε ακαλλιέργητη, χέρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νεώ (-άω) «οργώνω»].