ἀνισόπλευρος
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ον,
A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.
Spanish (DGE)
-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
•de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.