ἀνοσήλευτος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοσήλευτος Medium diacritics: ἀνοσήλευτος Low diacritics: ανοσήλευτος Capitals: ΑΝΟΣΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anosḗleutos Transliteration B: anosēleutos Transliteration C: anosileftos Beta Code: a)nosh/leutos

English (LSJ)

ον,

   A untended, S.Fr.264.

Spanish (DGE)

-ον desatendidode un enfermo, S.Fr.264.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοσήλευτος, -ον)
αυτός που δεν νοσηλεύθηκε
νεοελλ.
(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία.