ποτνιαστής
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A lamenter, Phld. Herc.1457.12.
Greek Monolingual
ὁ, Α ποτνιῶμαι
αυτός που κραυγάζει θρηνητικά.