ἀρνησίθεος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 357] gottesläugnerisch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνησίθεος: -ον, ὁ ἀρνούμενος τὸν θεόν, Ἰουστῖν. Μ. 442 ἔκδ. Βενεδ. : ― Οὐσιαστ., ἀρνησιθεΐα, ἡ, Ἐπιφάν. Αἱρέσ. 38. σ. 280 καὶ 283.
Spanish (DGE)
-ον
que niega a Dios, ἀποστασία Hippol.Artem. en Eus.HE 5.28.6, κακία Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.5
•subst. renegado, ateo ἀρνησίθεοι εἰς ΄ᾴδου καταβαίνουσιν Origenes Comm.in Mt.12.12 (p.91.23).
Greek Monolingual
-ο (AM ἀρνησίθεος, -ον)
αυτός που αρνείται την ύπαρξη του θεού.