ἀρνησίθεος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 357] gottesläugnerisch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνησίθεος: -ον, ὁ ἀρνούμενος τὸν θεόν, Ἰουστῖν. Μ. 442 ἔκδ. Βενεδ. : ― Οὐσιαστ., ἀρνησιθεΐα, ἡ, Ἐπιφάν. Αἱρέσ. 38. σ. 280 καὶ 283.

Spanish (DGE)

-ον
que niega a Dios, ἀποστασία Hippol.Artem. en Eus.HE 5.28.6, κακία Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.5
subst. renegado, ateo ἀρνησίθεοι εἰς ΄ᾴδου καταβαίνουσιν Origenes Comm.in Mt.12.12 (p.91.23).

Greek Monolingual

-ο (AM ἀρνησίθεος, -ον)
αυτός που αρνείται την ύπαρξη του θεού.