ἀσαγήνευτος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
German (Pape)
[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.
Spanish (DGE)
-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσαγήνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ
νεοελλ.
1. ο ασυγκίνητος
2. ο αδελέαστος.