βαδδίν
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
βύσσινον ἔνδυμα ἐξαίρετον, Hsch.
Spanish (DGE)
τό
vestido de lino fino, ἄνθρωπος εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν Hippol.Dan.4.36.5, cf. Thd.Da.10.5, Hsch., Sud.