βρεφοπρεπής

From LSJ
Revision as of 14:22, 12 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Spanish (DGE)

-ές
1 propio de un niño, infantil ὅτιπερ νηπιῶδες ἂν εἴη καὶ β. ... περιπλανῆσαι Nil.M.79.577D, ἀντ' ἄλλης ... βρεφοπρεποῦς ὁμιλίας Diad.Perf.61.
2 adv. βρεφοπρεπῶς = de manera infantil ἄγαν β. κομιζόμενοι Nil.M.79.221A.