γλώττισμα
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek (Liddell-Scott)
γλώττισμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
delicadeza, elegancia de lenguaje ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.HE 3.16.2.
Greek Monolingual
γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) γλωττίζω
ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.