διβαφής
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ές, = sq., Sm., Thd.Ex.25.4.
Greek (Liddell-Scott)
διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
Spanish (DGE)
-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές θαμμένος.