διόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek (Liddell-Scott)

διόφθαλμος: -ον, δύο πηγὰς ὕδατος ἔχων, διόφθαλμος μυλὼν Χρυσόβουλ. Ἀνδρονίκου ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τ. Α΄, σ. 216 (Λεξ. Κουμ.).

Spanish (DGE)

-ον
de dos ojosdel Cíclope antes de perder uno, Porph.ad Od.86.12.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο μάτια
2. «διόφθαλμη όραση» — το να βλέπει κανείς τα αντικείμενα ως απλά ενώ σχηματίζονται διπλά είδωλα στα μάτια
3. το ουδ. ως ουσ. το διόφθαλμο
κάθε οπτικό όργανο που επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση και με τα δύο μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].