ἐξαπαλλάσσω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

Att. ἐξαπαλλάττω,

   A set free from, remove from, τινὰ κακῶν E.IA1004; (sc. ἑαυτόν) ταλαίνης ζόης Id.Hec.1108:—Pass., get rid of, escape from, κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4; ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται S.El.1002; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι escape from his own words, Th.4.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπαλλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἀπαλλάσσω ἔκ τινος, ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Εὐρ. Ι. Α. 1004· ταλαίνης ἐξαπαλλάξει ζόης ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβῃ 1108, ἔνθα ἐξυπακουστέον: ἑαυτόν: - Παθ., ἀπαλλάσσομαι ἔκ τινος, κακῶν ἐξαπαλλαχθεὶς Ἡρόδ. 5. 4· τίς... ἄλυτος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Σοφ. Ἠλ. 1002 (ἔνθα τὸ ἄτης ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἄλυπος)· οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, μὴ δυνάμενος πλέον ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς ὑποσχέσεως, ἐδέχθη τὸν πλοῦν, Θουκ. 4, 28· Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι αὐτόθι περὶ τὸ τέλος.

French (Bailly abrégé)

v. ἐξαπαλλάττω.
Étymologie: ἐξ, ἀπαλλάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 librar de c. ac. de pers. y gen. separat. ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν E.IA 1004.
2 intr., gener. en v. med.-pas. librarse de, escaparse de c. gen. separat. κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4, τίς ... ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; ¿quién se escapará indemne de la desgracia? S.El.1002, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης E.Hec.1108
fig. οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ... ἐξαπαλλαγῇ no pudiendo volverse atrás de lo que había ofrecido Th.4.28.

Greek Monolingual

ἐξαπαλλάσσω και ἐξαπαλλάττω (Α)
απαλλάσσω από κάτι («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», Ευρ.).