προσδέχομαι
English (LSJ)
Ion. προσδέκομαι: used by Hom. only in Ep. pres. part. ποτιδέγμενος (v. infr. 111): aor. 1 προσεδέχθην in pass. sense, Arist.Pr.956b25, Plb.4.33.9, D.S.15.70:—
A receive favourably, accept, τὸ ἐκ Δελφῶν [χρηστήριον] Hdt.1.48, cf. SIG557.11 (Magn. Mae., iii B.C.), etc.; π. συμμαχίαν X.HG7.4.2; τὴν φιλίαν, τὰς διαλύσεις, Plb.1.16.8, 1.17.1; also π. ἑκάστους ἐπὶ . . ὁμολογίαις Id.3.18.7; receive hospitably, S.OT1428, E.Ph.1706; ζῶνθ' Ἡρακλῆ S.Tr. 233. II admit, ἐς τὴν πόλιν Th.2.12; admit into one's presence, of a king, X.Cyr.7.5.37, HG1.5.9; of a demos receiving foreign emissaries, SIG561.7 (Chalcis, found at Magn. Mae., iii B.C.). 2 admit to citizenship, Pl.Lg.708a, D.57.59; so ποία δὲ χέρνιψ φρατέρων προσδέξεται; A.Eu.656; τοὺς οἰκέτας π. εἰς τὸ πολίτευμα IG9(2).517.32 (Epist. Philippi, Larissa, iii B.C.); π. τινὰ εἰς τοὺς ἐφήβους Sammelb.7333.40 (Alexandria, ii A.D.); ὁ προσδεχθησόμενος εἰς τὴν στιβάδα IG22.1368.52; ὅταν τις . . προσδεχθῇ εἴς τι τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἀθλημάτων Arist. l.c. 3 of the female, ἡ ἵππος π. τὸν ὄνον Id.HA577b15, cf. 575b17, Hdt.2.121.έ. 4 admit an argument, π. τὸ ψεῦδος, λόγον ἀληθῆ, Pl.R.485c, 561b, cf. SIG685.130 (Magn. Mae., ii B.C.); π. πρόφασιν accept an excuse, PTeb.27.82 (ii B.C.). 5 admit, be capable of, μήτε γένεσιν μήτε ὄλεθρον Pl.Phlb.15b; φθοράν Id.Ti.52a. 6 undertake, προσδέχεσθαι μάλα χρὴ τὰ τοιαῦτα ἰήματα Hp.Art.69; take a liability upon oneself, guarantee, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).501, 555b, al. (Sparta); credit a sum to a person or an account, PHib.1.58 (iii B.C.), PSI4.372.9 (iii B.C.), PCair.Zen.306.11, 355.69, al. (iii B.C.), Ostr.1089 (ii B.C.), Ostr.Bodl. i 256 (ii B.C.), etc. III await, expect, the only sense in Hom., in Ep. part. ποτιδέγμενος waiting for or expecting, δῶρον Od.2.186; σὴν ὁρμήν ib.403; σὸν μῦθον 7.161; ἡμέας 9.545; λαῶν ὀτρυντύν Il.19.234; ἀγγελίην ib.336; so later, προσδεκομένους τοιοῦτον οὐδέν Hdt.3.146, cf. S.Tr.15, E.Alc. 131 (lyr.), etc.; παρὰ ἃ προσεδέχετο Th.4.19; τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων was according to his expectation, Id.6.46; π. τινός τι expect anything from anybody, Antipho Soph.10: c. acc. et inf. fut., οὐδὲν πάντως προσεδέκοντο . . τὸν στόλον ὁρμήσεσθαι Hdt.5.34, cf. 6.100, 7.156, al., Th.4.9; πολεμίους παρέσεσθαι X.Cyr.4.5.22: c. part. fut., τοῦτον π. ἐπαναστησόμενον Hdt.1.89; πανταχόθεν π. τοὺς πολεμίους await them, Plb.2.69.6, etc. 2 wait, ἥατ' ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Il.2.137, cf. 9.628, Od.2.205, etc.; π. ὁππότ' ἄρ' ἔλθοι Il.7.415; π. εἰ c. opt., Od.23.91.
German (Pape)
[Seite 755] in ion. Prosa προσδέκομαι (s. δέχομαι), eigtl. annehmen, empfangen, günstig aufnehmen; Her. 1, 48; ποία δὲ χέρνιψ φρατόρων προσδέξεται, Aesch. Eum. 626; εἰ ζῶνθ' Ἡρακλέα προσδέξομαι, Soph. Trach. 232; τίς σε πύργος Ἀτθίδος προσδέξεται, Eur. Phoen. 1700; Thuc. 1, 45 u. öfter; μή με σκαιὸν ἡγησάμενος φοιτητὴν μὴ προσδέχοιτο, Plat. Euthyd. 295 d; λόγον ἀληθῆ, Rep. VIII, 561 b; ὄλεθρον, zulassen, Phil. 15 b, u. öfter, wie Xen. Cyr. 4, 2, 26; ὅρκον ἔπακτον, den zugeschobenen Eid annehmen, Isocr. 1, 23; τοὺς ὑπὲρ εἰρήνης λόγους, Pol. 1, 16, 6; φιλίαν, συνθήκας, 1, 16, 8. 17, 1 u. sonst; auch προσδέξασθαι τὴν εἴς τι δαπάνην, den Kostenaufwand übernehmen, 4, 19, 8; aber τοὺς πολεμίους ist = den Angriff der Feinde aushalten, 2, 69, 6. – Gew. übertr., Etwas erwarten, abwarten, c. acc., u. absol., erwarten; Hom. immer in der dor. Form ποτιδέχομαι; ποτιδέγμενοι, ὁππότ' ἂν ἔλθοι, Il. 7, 415; σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, Od. 2, 186; τὴν σὴν ὁρμήν, 403; σὸν μῦθον, 7, 165, u. öfter; auch Her. 1, 89. 3, 146; mit folgdm accus. c. inf., 5, 34. 7, 156. 8, 130. 9, 6; τοσόνδ' ἐγὼ μνηστῆρα προσδεδεγμένη, Soph. Trach. 15; ὥρας χαλεπὰς διὰ φόβων προσδεχόμενοι, Plat. Legg. X, 906 a; Folgde, τὴν ἡμέραν Pol. 3, 94, 4. – Thuc. braucht nach der gew. Erkl. das impf. auch passivisch, 4, 19, ἢν νικήσας παρὰ ἃ προ ςεδέχετο μετρίως ξυναλλαγῇ, gegen das, was, oder anders als erwartet wurde, wenn man nicht auch hier die active Bdtg festhält und einen Subjectswechsel annimmt, anders als der Andere erwartete.