ποτιδέγμενος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιδέγμενος Medium diacritics: ποτιδέγμενος Low diacritics: ποτιδέγμενος Capitals: ΠΟΤΙΔΕΓΜΕΝΟΣ
Transliteration A: potidégmenos Transliteration B: potidegmenos Transliteration C: potidegmenos Beta Code: potide/gmenos

English (LSJ)

ποτιδέχνυσο, v. προσδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐδέγμενος: эп.-дор. part. к προσδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.

English (Autenrieth)

see προσδέχομαι.

Greek Monotonic

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.