προσέταιρος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ὁ,
A colleague, SIG57.1 (Milet., v B.C., pl.), 633.22 (ibid., ii B.C., pl.), prob. in IG12.22.7 (de Milesiis); οἱ π. τοῦ θεοῦ Milet.1(7).203a34 (i B.C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
συνέταιρος, σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἑταῖρος «σύντροφος, φίλος»].