tahonero
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Spanish > Greek
ἀρτοπράτης, ἀρτουργός, βουκελλατᾶς, ἀρτοκάπηλος, ἀρτοκόλλυτος, ἀρτοκόπος, ἀρτοποιός, ἀρτοπώλης, ἀρτοκοπάδιος, ἀρτόπτης