πυράμινος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,
A wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.