creador
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Spanish > Greek
γενέτης, γενέτωρ, γενεσιάρχης, γενεσιουργός, γενετήρ, γεννήτωρ, γεννησιουργός, γεννητήρ, δημιουργητικός, δημιουργικός, δημιουργός, ἀναγεννητικός, ἀποτελεσματικός