εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἐκδέψομαι, ἀπομαστίζω, ἐκμαστιγόω, ἐναικίζω, θωμίζω, ἱμάσσω, ἱμάττω, καταμαστιγόω, μαστιάω, μαστιγόω, μαστίζω, μαστίσδω, μαστίω, φραγγελόω