persuasivo
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Spanish > Greek
ἀναπειστήριος, εὐπειθής, δυσωπητικός, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός