πιθανός
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
πιθανή, πιθανόν, (πείθω) of persons,
A persuasive, plausible, especially of popular speakers, πιθανώτατος τοῖς πολλοῖς Th.6.35; τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ… πιθανώτατος, of Cleon, Id.3.36, cf. 4.21; ἐν ὄχλῳ π. Pl.Grg.458e; πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων D.37.48; πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27; πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν Id.Po.1455a30; π. καὶ πανοῦργος Plu.2.26a; π. συνταγματάρχης Luc. Bacch.2: c. inf., πιθανώτατοι λέγειν Pl.Grg.479c; π. περιβαλεῖν τινα κακῷ apt at... E.Or.906; πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι App.Hisp.15, etc.: with a Prep., π. ἐς στρατηγίαν, ἐς ἐνέδρας, Id.Mith.51, Pun.108, etc.
2 of arguments, plausible, Ar.Th.464 (lyr.); λέγων πιθανώτατ' Id.Eq.629; λόγος, φωναὶ π., Pl.Phd.88d, R. 568c; λόγοι θαυμασίως ὡς πιθανοί D.35.16; τὸ περὶ λόγους πιθανόν = πιθανότης, Pl.Tht.178e: freq. in Arist.Rh., as 1356b26, 1403b20; μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὑτούς Id.Metaph.1000a10.
3 of manners, winning, plausible, τὸ πιθανώτατον ἦθος X.Mem.3.10.3; τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Men.622 codd. Stob.; οὐ π. ἔσχεν ὄχλῳ τὸ ἦθος Plu.Phoc.3.
4 of reports, etc., plausible, specious, credible, λόγος πιθανώτατος Hdt.1.214, cf. 2.123; π. τινί Pl.Lg.677a: c. inf., πιστεύεσθαι πιθανά ib.782d; πιθανόν, πιθανόν ἐστι c. inf., it is probable that... Arist. Top.151a29.
5 of works of art, producing illusion, true to nature, X.Mem.3.10.7 (Comp.).
II Pass., easy to persuade, credulous, A. Ag.485 (lyr.), Pl.Grg.493a.
2 obedient, docile, X.Cyr.2.2.10, Oec. 13.9 (Comp.).
III Adv. πιθανῶς = persuasively, plausibly, Ar.Th.268, Pl.Phdr.269c, al.: Comp. πιθανώτερον Id.Phd.63b, Grg.456c, Arist.EN 1096b5.
German (Pape)
[Seite 613] 1) Act., leicht überzeugend, überredend, mit Überredungsgabe ausgestattet, vgl. Mein. Men. p. 222. 575; von Sachen, bes. Worten und Beweisgründen, die Wahrscheinlichkeit für sich habend, leicht zu glauben, auch von Personen, glaubhaft, glaubwürdig; οὐδ' ἀσύνετ' ἀλλὰ πιθανὰ πάντα, Ar. Thesm. 463; Her. 2, 123; τοῖς πολλοῖς, Thuc. 6, 35; λόγος, Plat. Phaed. 88 d; τὸ περὶ τῆς χώρας ἡμῶν πιθανὸν καὶ ἀληθὲς ἐλέγετο, Critia. 110 d; ταῦτα πιθανὸν λόγον ἔχει τινά, Legg. VII, 791 b, u. öfter; ὅπως ἂν ὦσιν ὡς πιθανώτατοι λέγειν, Gorg. 479 c; u. adv., πιθανῶς λέγειν, Phaedr. 269 c; πιθανώτερον ἀπολογήσασθαι, Phaed. 63 b; Folgde. – 2; Pass., leicht zu überzeugen, zu überreden, leichtgläubig, Aesch. Ag. 472; dah. folgsam, Xen. Cyr. 2, 2, 10 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. capable de persuader, persuasif :
1 en parl. de pers. τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; en parl. du caractère qui prévient en sa faveur, qui plaît ; en mauv. part insinuant, captieux;
2 en parl. de choses croyable, vraisemblable ; en parl. d'œuvres d'art qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;
II. qui est ou peut être persuadé :
1 crédule;
2 obéissant, docile;
Cp. πιθανώτερος, Sp. πιθανώτατος.
Étymologie: πείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθανός -ή -όν [πείθω] overtuigend, geloofwaardig; van pers..; ὡς πιθανώτατοι λέγειν zo overtuigend mogelijk in het spreken Plat. Grg. 479c; πιθανώτατοι... οἱ ἐν τοῖς πάθεσίν εἰσιν het overtuigendst (zijn) zij die ten prooi zijn aan emoties Aristot. Poët. 1455a30; πιθανωτέρους εἶναι τοὺς ἀπαιδεύτους... ἐν τοῖς ὄχλοις dat onontwikkelde lieden voor een groot publiek overtuigender zijn Aristot. Rh. 1395b27; van zaken; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρεσχῆσθαι want ik meen dat mijn daden jou een geloofwaardiger bewijs hebben geleverd Xen. Cyr. 6.4.5; οὐκοῦν... πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι; maak jij niet dat zij (kunstwerken) waarheidsgetrouwer lijken? Xen. Mem. 3.10.7; οὗτος οὐ πιθανὸν ἔσχεν οὐδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ ἦθος hij had geen karakter dat vertrouwen wekte of geliefd was bij de massa Plut. Phoc. 3.1; subst. τὸ πιθανόν het overtuigende:. τὸ πιθανὸν τινὶ πιθανόν ἐστι het overtuigende is wat voor iemand overtuigend is Aristot. Rh. 1356b28. gehoorzaam:. πιθανοὶ οὕτως... ὥστε πρὶν εἰδέναι τὸ προσταττόμενον... πείθονται zo gehoorzaam, dat ze al gehoorzamen voordat ze weten wat de opdracht is Xen. Cyr. 2.2.10.
Russian (Dvoretsky)
πῐθᾰνός:
1 убедительно говорящий, умеющий убеждать, пользующийся влиянием (τῷ δήμῳ Thuc.; ἐν ὄχλῳ Plat.): πιθανώτατοι λέγειν Plat. обладающие необыкновенным искусством убеждать; πιθανώτατος περιβαλεῖν τινα κακῷ Eur. своими речами умеющий вовлечь кого-л. в беду; πιθανώτατοι ἐν τοῖς παθεσιν Arst. (актеры), наиболее убедительно изображающие страсти;
2 убедительный, правдоподобный (φωναί Plat.; λόγοι Dem.): τὸ περὶ τοὺς λόγους πιθανόν Plat. убедительность слов;
3 сходный (с оригиналом), похожий (sc. οἱ ἀνδριάντες Xen.);
4 привлекательный, симпатичный (τῆς ψυχῆς ἦθος Xen.);
5 легковерный (ὁ θῆλυς ὅρος Aesch.);
6 послушный, покорный Xen.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιθανός, -ή, -όν, ΝΑ
1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.)
2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής, ενδεχόμενος (α. «πιθανή ερμηνεία» β. «πάνυ πιθανὸν τὸ τοιοῦτον», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πιθανόν
α) η πειστικότητα
β) η πιθανότητα («τὸ πιθανὸν ἰσχὺν ἔχει τῆς ἀληθείας μείζω», Μέν.)
4. φρ. «είναι πιθανό», «πιθανόν ἐστι» — φαίνεται πιστευτό, ενδέχεται, ίσως να... («είναι πιθανό να ταξιδέψω»)
νεοελλ.
φρ. «πιθανή κρίση» ή «πιθανή πρόταση» — κρίση αβέβαιη, που η αντίθετή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατη ή αντιφατική, δηλαδή στην οποία οι λόγοι υπέρ της παραδοχής της είναι περισσότεροι από τους αντίθετους, σε αντιδιαστολή προς τις περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο, οπότε η κρίση χαρακτηρίζεται ως απίθανη, ή που οι λόγοι είναι ίσοι και ασθενείς, οπότε χαρακτηρίζεται ως αμφίβολη ή προβληματική κρίση
αρχ.
1. (για πρόσ. και ιδίως για ρήτορες) αυτός που μπορεί να πείθει, να γίνεται πιστευτός («[ὁ Κλέων] τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ πιθανώτατος», Θουκ.)
2. (με απρμφ.) αξιόπιστος ως προς κάτι («πιθανώτατος στρατηγῆσαι», Ευρ.)
3. (για έργα τέχνης) αυτός που μπορεί να πιστευθεί ως πραγματικός, που μοιάζει, ο παραπλήσιος («ὁμοιότερα τοῖς ἀληθινοῖς καὶ πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι», Ξεν.)
4. αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος («πιθανὸς ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος», Αισχύλ.)
5. ευπειθής, υπάκουος («πιθανοί δ' οὕτως εἰσί τινες, ὥστε πρὶν εἰδέναι τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται», Ξεν.)
6. φρ. «πιθανὸν ἦθος» — αυτό που πιστεύεται ως ορθό, που επιδοκιμάζεται, που επικροτείται («οὗτος οὐ πιθανὸν ἔσχεν ουδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ ἦθος», Πλούτ.).
επίρρ...
πιθανώς / πιθανῶς ΝΑ
νεοελλ.
με τρόπο πιθανό, αληθοφανή, ενδεχόμενο, με πιθανότητα, ενδεχομένως, ίσως («πιθανώς να προαχθεί»)
αρχ.
πειστικά, με πειθώ, με τρόπο που πείθει («τὸ δ' ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιθ- του πείθω + κατάλ. -ανός (πρβλ. ικανός, λιχανός, τραγανός)].
Greek Monotonic
πῐθᾰνός: -ή, -όν (πείθω), σχεδιασμένος να πείσει, και ως εκ τούτου·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη δύναμη της πειθούς, πειστικός, καταπειστικός, καπάτσος, λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., πιθανώτατος λέγειν, σε Πλάτ.
2. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
3. λέγεται για τρόπους, πειστικός, ελκυστικός, σε Ξεν.
4. λέγεται για φήμες, αληθοφανής, εύσχημος, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ.
5. λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, πιστός στην απομίμιση, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., εύκολα πειθόμενος, εύπιστος, σε Αισχύλ.
2. υπάκουος, πειθήνιος, σε Ξεν.
III. επίρρ. -νῶς, πειστικώς, με πειθώ, συγκρ. -ώτερον, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνός: -ή, -όν, (√ΠΙΘ, πείθω) ὁ εἰς πειθὼ ἢ κατάπεισιν τείνων· ἑπομένως, 1) ἐπὶ προσώπων, πειστικός, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ, καταπειστικός, μάλιστα ἐπὶ ῥητόρων δημοσίᾳ ἀγορευόντων, π. τοῖς πολλοῖς Θουκ. 6. 35· τῷ δήμῳ παρὰ πολύ... πιθανώτατος, ἐπὶ τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 4. 21· π. ἐν ὄχλῳ Πλάτ. Γοργ. 458Ε· πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων Δημ. 980. 23· τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους εἶναι τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 3· πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17. 3· ― πιθαν. καὶ πανοῦργος Πλούτ. 2. 26Α, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρεμ., πιθανώτατος λέγειν Πλάτ. Γοργ. 479C· π. περιβαλεῖν τινα κακῷ, ἱκανὸς εἰς..., Εὐρ. Ὀρ. 906· πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι Ἱππ. 15, κτλ.· μετὰ προθ., π. ἐς στρατηγίαν ὁ αὐτ. ἐν Μιθρ. 51, πρβλ. Καρχηδ. 108, κτλ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 464· λέγειν πιθανώτατ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 629· λόγος, φωναὶ π. Πλάτ. Φαίδων 88D, κτλ.· λόγοι θαυμασίως ὡς π. Δημ. 928. 14· τὸ περὶ τοὺς λόγους π. = πιθανότης, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε··συχν. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ., ὡς 1. 2. 10., 2. 18. 1· μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὐτοὺς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 4, 12, κτλ. 3) ἐπὶ τρόπων, καταπειστικός, ἑλκυστικός, Ξεν. Ἀπομν. 3. 16, 3· τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 78· οὐ π. ἔσχεν τὸ ἦθος Πλουτ. Φωκ. 3. 4) ἐπὶ φημῶν καὶ τῶν τοιούτων, πιστευτός, Ἡρόδ. 4. 214., 2. 123· π. τινι Πλάτ. Νόμ. 677Α· μετ’ ἀπαρ., πιστεύεσθαι πιθανὰ αὐτόθι 782D· ― πιθανόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., εἶναι πιθανὸν ὅτι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 2. 5) ἐπὶ ἔργων τέχνης ἀπατῶν διὰ τὴν πιστότητα τῆς παραστάσεως, φυσικός, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7. ΙΙ. Παθ. ὁ εὐκόλως πειθόμενος, εὔπιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 485, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 133Β. 2) εὐπειθής, ὑπήκοος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16· π. λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 13, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, μετὰ πειστικότητος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 268, Πλάτ. Φαῖδρ. 269C, κ. ἀλλ. συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 63Β, Γοργ. 456C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
Middle Liddell
πῐθᾰνός, ή, όν πείθω
I. calculated to persuade; and so,
1. of persons, having the power of persuasion, persuasive, plausible, of popular speakers, Thuc., etc.:—c. inf., πιθανώτατος λέγειν Plat.
2. of arguments, Ar., Plat., etc.
3. of manners, persuasive, winning, Xen.
4. of reports, plausible, specious, probable, Hdt., Plat.
5. of works of art, producing illusion, true to nature, Xen.
II. pass. easy to persuade, credulous, Aesch.
2. obedient, docile, Xen.
III. adv. -νῶς, persuasively, comp. -ώτερον, Ρλατ.
English (Woodhouse)
cogent, convincing, persuasive
Lexicon Thucydideum
acceptissimus (de oratore), very pleasing (of an orator), 3.36.6, 4.21.3, 6.35.2.
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande
plausible
Catalan: plausible; Chinese Czech: přijatelný, věrohodný, uvěřitelný, hodnověrný, plauzibilní; Dutch: plausibel, aannemelijk, aanneembaar; Esperanto: kredebla, kredinda, verŝajna; Estonian: usutav, tõenäoline, mõistlik, vastuvõetav; Finnish: uskottava; French: plausible; Galician: plausible, plausíbel; Georgian: დამაჯერებელი, შესაძლებელი, სავარაუდო, მოსალოდნელი; German: plausibel, glaubhaft; Greek: ευλογοφανής; Ancient Greek: ἀξιόπιστος, ἐναλήθης, ἐπιεικής, εὔλογος, εὐλογοφανής, εὐπρεπής, εὐπροφάσιστος, κροτητικός, πιθανός; Hebrew: סביר; Hindi: मुमकिन; Hungarian: elfogadható; Latin: probabilis; Latvian: iespējams, ticams; Macedonian: уверлив, веродостоен, веројатен; Manx: so-chredjallagh; Polish: do przyjęcia; Portuguese: plausível; Romanian: plauzibil; Russian: правдоподобный, вероятный, похожий на правду, состоятельный, аргументированный, приемлемый; Serbo-Croatian: plauzibilan, prihvatljiv, moguć, vjerojatan, verovatan; Spanish: probable, plausible; Swedish: rimlig, plausibel; Ukrainian: правдоподібний, ймовірний