συγκυέομαι
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
Pass.,
A to be generated together, τινι Porph.Antr.28: also συγκῠβ-κῠΐσκομαι, Id.Gaur.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
συγκυέομαι: κυοφοροῦμαι, γονιμοποιοῦμαι ὁμοῦ, τινι Πορφ. Ἄντρ. Νυμφ. 28.